Ένα συνηθισμένο καθημερινό απόγευμα. Βρίσκομαι πάνω στη μηχανή μου σε κεντρικό σημείο της πόλης μας. Δεν έχει σημασία το πότε. Πριν δύο μήνες, χθες, σήμερα, αύριο, πέντε μήνες μετά, το σκηνικό δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, στη μια άκρη της Κεντρικής πλατείας κάποιοι άνθρωποι μαζεμένοι.
Μεγάφωνα που κάτι μεγαφωνίζουν, κάποιος μιλάει. Μιλάει πολιτικά ή για κάποιο κοινωνικό ζήτημα; Διεκδικεί κάποιο (δίκαιο ή άδικο) αίτημα; Δεν ξέρω. Δε δίνω σημασία. Προχωρώ κι εγώ βιαστικός μαζί με το υπόλοιπο πλήθος οχημάτων, αδιαφορώντας χάνομαι μέσα σ’ αυτό, στις σκέψεις και στις έγνοιες μου. Στο δρόμο δίπλα μου αυτοκίνητα, λεωφορεία, ταξί, μοτοσικλέτες, όλα συμβάλλουν στο κυκλοφοριακό κομφούζιο. Κανείς, παρ’ όλα αυτά, δε φαίνεται να ενοχλείται, ούτε κι εγώ άλλωστε. Οι σκέψεις μου, και των άλλων υποθέτω, έχουν πλέον εναρμονιστεί με το ρυθμό και τη βουή της κυκλοφορίας. Βιαστικός πάντα (να προλάβω τι άραγε;) μαρσάρω. Για να πάω που; Σε λίγα μέτρα πάλι σταματάω.
Κόσμος πολύς στα πεζοδρόμια, όπως συνήθως. Κοιτάζω γύρω μου. Πρόσωπα κάθε είδους, με κοινή όμως αυτή την έκφραση-ανέκφαρση, πρόσωπα κενά, εμφανώς χαμένα κι αυτά στις δικές τους σκέψεις και προβλήματα. Προβλήματα ή προβληματισμοί; Εύχομαι να είναι το δεύτερο, αλλά μια κυνική φωνή μέσα μου απορρίπτει τη σκέψη. Φαίνομαι άραγε κι εγώ έτσι; Φυσικά, γιατί να διαφέρω; Σε μια πόλη που κάθε λίγα χρόνια αλλάζει, αλλά μένει πάντα ίδια, σε μια πόλη που αναπνέει, τρέχει, αγωνίζεται, ασφυκτιά, σε μια πόλη για την οποία, όσο κι αν γκρινιάζω, άλλο τόσο αγαπώ. Μια πόλη που την επέλεξα συνειδητά γι’ αυτό νιώθω πιο Λαρισαίος, χωρίς να απεμπολώ τη Σαλονικιώτικη καταγωγή μου. Μια πόλη, που από το 1992 που έφτασα εδώ, με δικαίωσε, με αδίκησε, με αγκάλιασε, με πλήγωσε. Μια πόλη που ποτέ δεν με άφησε χωρίς συναισθήματα και την ευχαριστώ γι’ αυτό. Δεν έχει σημασία αν ήταν ευχάριστα ή δυσάρεστα αυτά. Υπήρχαν και με έκαναν να νιώθω ότι ζω, ότι υπάρχω.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα 35 όμορφα χρόνια στη Σαλονίκη, έζησα κάποιο διάστημα στην Κύπρο, κάποιους μήνες στα Χανιά, κάποια χρόνια στην Αθήνα. Νόμιζα ότι δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η περιπλάνηση. Και βρήκα το λιμάνι μου σε μια πόλη που δεν έχει θάλασσα, στη Λάρισα, στην ΠΟΛΗ ΜΟΥ. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι γύρω μου είναι οι άνθρωποί μου. Μπορεί κάποτε η ζωή να με οδηγήσει αλλού, καλύτερα ή χειρότερα δεν ξέρω. Πιστεύω όμως ότι κάτι θα μου μείνει για να θυμάμαι αυτή την όμορφη πόλη με τα τόσα ελαττώματα. Τελικά δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα…
Φτάνω κάποτε στον προορισμό μου. Κατεβαίνω και με βήμα γοργό (πάντα γοργό) κατευθύνομαι σπίτι. Μόλις μπω και κλείσω πίσω μου την πόρτα ηρεμώ. Κάτι έχει αλλάξει. Εδώ υπάρχουν ένας άνθρωπος που αγαπώ όσο δεν μπορεί να φανταστεί. Η γυναίκα μου. Σε άλλα μέρη βρίσκονται άλλοι τρεις άνθρωποι που αγαπώ το ίδιο. Οι άλλες κόρες μου. Μακριά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ένα χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό μου και μια αίσθηση ευφορίας με κατακλύζει. Συλλογίζομαι αυτή τη μεταβολή συναισθημάτων. Είναι συνηθισμένη κάθε που σουρουπώνει.
Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της. Μια συνηθισμένη μέρα. Με το άγχος της, τα προβλήματά της αλλά με τόσα συναισθήματα. Αύριο πάλι…