«Άδεια χωριουδάκια και ασυνάρτητη επαρχία. Κάθε τι μισοχωμένο μες την γη» Ο στίχος του Διονύση Σαββόπουλου δεν με αφήνει να χαρώ την ομορφιά της Ελληνικής φύσης.
Σεπτέμβριος του 2016. Ταξίδι με τις δυο αδυναμίες μου, την Λένα και την μηχανή μου στην καταπράσινη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο. Περιπλάνηση μέσα σε τεράστιες εκτάσεις από πεύκα και έλατα και κάθε λίγο πέρασμα από κάποιο χωριό. Ερημιά. Εγκατάληψη. Μιζέρια. Που και που μόνο κάποιος αποχαυνωμένος σέρνει τα βήματα του στην μεσημεριανή λιακάδα. Και εγώ απορημένος να σκέφτομαι που να πήγε η καρδιά του χωριού, το καφενείο. Εκεί που ήταν το αρχηγείο για την διάδοση των γεγονότων, τοπικών η παγκόσμιων. Εκεί που όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και ανάμεσα σε πειράγματα, γέλια και κερασμένα τσίπουρα σχολιαζόταν σημαντικά γεγονότα. Σημαντικά για την μικρή τοπική κοινωνία η για τον πλανήτη, δεν είχε σημασία. Εκεί που η λαϊκή σοφία και οι θυμόσοφοι αναστεναγμοί ανακατεύονταν με τους ήχους που έκαναν τα ζάρια και πούλια μέσα στο φθαρμένο ξύλινο τάβλι. Πόρτες, Πλακωτό και Φεύγα.
Πόρτες. Όλες κλειστές. Πλακωτό. Το παίζουν με την ψυχή μας το άγχος και το τίποτα. (Και όλο μας νικάνε). Φεύγα. Και μην τα σκέφτεσαι. (Μήπως όμως έτσι είσαι απλά ένας δραπέτης;)
Ψηλά στον λόφο πάνω από το Καλπάκι το άγαλμα του στρατιώτη – ήρωα του ’40 με κοιτάει και το βλέμμα του μου φαίνεται κάπως παράξενο. Μήπως με ρωτάει κάτι και δεν ξέρω η δεν αντέχω να του απαντήσω;
«Γεμίσαν οι πλατείες με πολυκατοικίες και σίδερα, και κάθε που βραδιάζει η πολιτεία μοιάζει με σινεμά» Ο στίχος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου τριγυρνά μέσα στο μυαλό μου.
Αύγουστος του 2025. Κυριακάτικη βόλτα με τον μεγάλο βασανιστή μου, τον εαυτό μου στο κέντρο της Λάρισας. Περιπλάνηση μέσα σε άδειους δρόμους και άχαρα κτίρια με μια αποπνικτική ζέστη που ξερνάει το τσιμέντο και κάθε λίγο πέρασμα από ένα BAR από αυτά που είναι γεμάτες όλες οι πλατείες σε όλη την Ελλάδα. Μοναξιά. Αδιαφορία. Μιζέρια. Που και που μόνο κάποιος αποχαυνωμένος σέρνει τα βήματα του στην μεσημεριανή λιακάδα. Και εγώ απορημένος να σκέφτομαι που να πήγε η καρδιά της πλατείας η παλιά κλασική cafeteria. Εκεί που ήταν το αρχηγείο της κάθε παρέας, εκεί που γεννιόταν μεγάλοι έρωτες και μεγάλες φιλίες. Εκεί που πηγαίναμε για να δούμε κάποιους ανθρώπους και όχι για να μας δούνε κάποιοι άνθρωποι. Εκεί που ανταλλάζαμε απόψεις και γεννούσαμε ιδέες, εκεί που όταν λέγαμε κάτι κοιτάζαμε τον άλλον στα μάτια. Κάτι που είναι αδύνατον να γίνει σήμερα με την .ένταση της μουσικής (;) και το μισοσκόταδο. Εκεί που τα γέλια των νέων παιδιών ακουγόταν να βγαίνουν μέσα από την καρδιά τους και ανακατεύονταν με τα ανέκδοτα και τα πειράγματα. Σήμερα όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από το INTERNET και τα δορυφορικά κανάλια.
Στο κέντρο της πλατείας πάνω στα μάρμαρα τα νερά τρέχουν με θόρυβο αλλά μου φαίνονται κάπως παράξενα. Μήπως τα μάρμαρα κλαίνε για όλα αυτά μια και και δεν έχω την διάθεση να το κάνω εγώ; (Ούτε και σεις φυσικά). Μήπως τελικά μας έχουν στήσει κάποια παγίδα και πέσαμε μέσα χωρίς να το καταλάβου-με; Μήπως πρέπει όλοι μας να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα;