Η παραβίαση του νόμου από ένα παιδί ονομάζεται νεανική παραβατικότητα. Η παραβατικότητα είναι μια αντικοινωνική και εγκληματική συμπεριφορά που διαπράττεται από άτομο κάτω των 18 ετών,
δηλαδή που δεν είναι ενήλικος. Όταν ένα άτομο ενηλικιώνεται, η αντικοινωνική και εγκληματική συμπεριφορά του μπορεί να ειπωθεί ως έγκλημα. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η νεανική παραβατικότητα είναι η παιδική και εφηβική εκδοχή του εγκλήματος. Ωστόσο θεμιτό είναι να χρησιμοποιούμε τον όρο «παραβάτης» του νόμου, αντί του όρου «εγκληματίας», προκειμένου αποφευχθεί η χρήση ορολογίας η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει ή να επιφέρει στιγματισμό των ανηλίκων παραβατών.
Ο 21ος αιώνας εμφανίζει σημαντική αύξηση της νεανικής παραβατικότητας. Πολλοί ξυλοδαρμοί, εκφοβιστικές συμπεριφορές στο σχολείο, στο διαδίκτυο, εκβιασμοί για απόκρυψη μιας παράνομης πράξης ή για απόσπαση χρημάτων, κινητών τηλεφώνων, τάμπλετ κ.ά. , βανδαλισμοί, σωματικές βλάβες, συμμορίες, φαινόμενα ανησυχητικού bullying, διακίνηση και χρήση ναρκωτικών ουσιών, κλοπές οχημάτων (κυρίως μοτοποδηλάτων και μοτ/των), παραβάσεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας βρίσκονται σε έξαρση, ενώ κάθε μέρα 1 ανήλικος πέφτει θύμα ξυλοδαρμού από άλλους μαθητές.
Οι νεαροί παραβάτες φαίνεται ότι λειτουργούν σε ομάδες και λιγότερο κατά μόνας. Μέσα σε αυτές τις ομάδες προσπαθούν να νιώσουν ότι γίνονται αποδεκτοί, ότι ανήκουν κάπου. Πρόκειται πολλές φορές για ευάλωτα παιδιά, χωρίς αυτοπεποίθηση και δυναμισμό, ώστε να μπορούν να πούνε «όχι», όταν αυτό απαιτείται. Παίρνουν επιβεβαίωση, αλλά για να την πάρουν εμπλέκονται συχνά σε παραβατικές συμπεριφορές. Στις ομάδες αυτές υπάρχει ένας βασικός πυρήνας που αποτελεί την ηγετική ομάδα και γύρω από αυτήν υπάρχουν και μέλη που αναλαμβάνουν να κάνουν διάφορες δράσεις. Στόχος είναι η επικράτηση της κάθε ομάδας σε επίπεδο σχολείου ή γειτονιάς, ή συχνά και το υλικό κέρδος. Μολονότι στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέλη των ομάδων είναι αγόρια, παρατηρείται αύξηση των επιθετικών συμπεριφορών και μεταξύ ανήλικων κοριτσιών.Στη χώρα μας, η νεανική παραβατικότητα φαίνεται να κινείται κυρίως στο πλαίσιο της χαμηλής και μεσαίας παραβατικότητας. Ωστόσο, από τα χρόνια των μνημονίων και έπειτα παρατηρείται μία σταθερή αυξητική τάση, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στο γενικότερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, όπου τα αισθήματα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας ήταν κυρίαρχα. Μάλιστα, αυτή η αίσθηση της ανομίας «κλιμακώνεται» τα τελευταία έτη περίπου, λόγω της πανδημίας, το οποίο και εμφαίνεται από τα αυξημένα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας, τις γυναικοκτονίες και τα αυξημένα ποσοστά ψυχοσυναισθηματικών διαταραχών. Το 2020 διαπιστώθηκε αύξηση κατά 30% της εφηβικής παραβατικότητας, όπως και αύξηση 10% της βίας προς τα παιδιά.
Το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που οδηγεί τους νέους στην παραβατικότητα. Οι διαταραγμένες σχέσεις των συζύγων και η απουσία των γονέων από την οικογενειακή εστία εξαιτίας της υπερεργασίας, ασκούν αρνητική επίδραση στα νεαρά άτομα. Ο χαλαρός έλεγχος στα πλαίσια της οικογένειας και η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στο γονιό και το παιδί ευνοούν την παραβατικότητα, όπως επίσης η ενδοοικογενειακή βία και η οικονομική κρίση, δημιουργούν τριγμούς στην οικογενειακή συνοχή. Επίσης μια άλλη παράμετρος είναι ο χωρισμός του ζευγαριού που έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση της οικογένειας και μαζί μ’ αυτή επέρχονται αλλαγές στις συνήθειες, παρέες, ρυθμούς, οικονομική κατάσταση κ.ά. Οι μονογονεϊκές οικογένειες δηλαδή οι οικογένειες που αποτελούνται από ένα μόνο γονιό που μεγαλώνει μόνος του τα παιδιά, έχουν πολλαπλασιαστεί και τούτο έχει επιπτώσεις στη ψυχολογία των παιδιών που διαταράσσεται, τα παιδιά γίνονται επιθετικά, ευάλωτα, κλείνονται στον εαυτό τους και στην καλύτερη περίπτωση έχουν «απλώς» την ανάγκη από μεγαλύτερη προσοχή, φροντίδα και στήριξη.
Την κατάσταση αυτή ήρθε επίσης να αναδείξει η περίπτωση της πανδημίας. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας, η τηλεκπαίδευση, ο περιορισμός των παιδιών μέσα στο χώρο της οικίας επιβάρυναν σημαντικά τη ψυχολογία τους, όπως και την πορεία της κοινωνικοποίησής τους. Το παιδί βρέθηκε, σχεδόν βίαια, αποκομμένο από την κοινωνική του πραγματικότητα, τις κοινωνικές του σχέσεις και δραστηριότητες, δημιουργώντας του ένα κλίμα κοινωνικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Μία συνθήκη που ερμηνεύεται από το γεγονός ότι το άτομο αυτοπροσδιορίζεται μέσα από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Με αυτή την έννοια είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την κοινωνική/συλλογική με την προσωπική/ατομική ταυτότητα.
Δεν είναι όμως μόνο η πανδημία. Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης -το αξιακό δηλαδή σύστημα που προάγει και αναπαράγει η κοινωνία μέσω των διαφόρων φορέων κοινωνικοποίησης- δεν μένει ανεπηρέαστη από τα διάφορα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, οδηγώντας σε ανάλογους κοινωνικούς ρόλους και συμπεριφορές.
Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, τα παιδιά «διαπαιδαγωγούνται» μέσα σε ένα εξαιρετικά βίαιο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο εμφαίνεται μέσα από τις συνήθειες και τους ρόλους που «υιοθετούν». Αρκεί κάποιος να εξετάσει τις δραστηριότητες που επιλέγουν τα σημερινά παιδιά. Πολλά παιδιά, επιλέγουν να περάσουν ένα ικανοποιητικό μέρος του χρόνου τους στο διαδίκτυο, παίζοντας βίαια ομαδικά συνήθως, ηλεκτρονικά παιχνίδια. Μία συνήθεια που έχει ως αποτέλεσμα, την εξοικείωσή τους με τον πόνο, τη βία και την επιθετικότητα. Κάποια άλλα παιδιά επισκέπτονται ιστοτόπους ενήλικου περιεχόμενου, το οποίο είναι πιθανό να τους δημιουργήσει διαστρεβλώσεις αναφορικά με τη σεξουαλική και τη συναισθηματική τους υγεία, ενώ άλλα προτιμούν την ψηφιακή, έναντι της κοινωνικής πραγματικότητας, αναπτύσσοντας τάσεις εσωστρέφειας και απομόνωσης. Συμπεριφορές που έχουν αντίκτυπο στη ψυχοσυναισθηματική τους υγεία, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Η εξοικείωση των παιδιών με τη βία «επιβεβαιώνεται» μέσα από τις προτιμήσεις τους στη μουσική, όπως και στο περιεχόμενο ταινιών και σειρών. Πρόσφατο παράδειγμα συνιστά η περίπτωση του «Squid Game» (Το παιχνίδι του καλαμαριού). Ένα πρόγραμμα εξαιρετικά δημοφιλές στις νεαρές ηλικίες, παρά τις διάχυτες σκηνές σκληρής και ωμής βίας. Υπήρξαν μάλιστα αναφορές, ότι μαθητές σε αρκετές χώρες, προχώρησαν σε μιμητικές συμπεριφορές της βίας της εκπομπής εντός του σχολικού περιβάλλοντος.
Ένα άλλο παράδειγμα, συνιστά η περίπτωση της τραπ μουσικής. Ένα είδος της χιπ χοπ μουσικής όπου εξυμνείται ένας τρόπος ζωής με βίαιες συμπεριφορές, συμμορίες, άφθονο χρήμα, πανάκριβα αυτοκίνητα, ουσίες, όπλα και γυναίκες που προβάλλονται ως σεξουαλικά αντικείμενα. Εάν τώρα στο παραπάνω παράδειγμα προστεθούν τα έμφυλα στερεότυπα περί αρρενωπότητας και θηλυκότητας, που προάγονται από την κοινωνία και στα οποία καλείται το παιδί να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του ήδη από τη γέννησή του, τότε εγείρονται βασικοί προβληματισμοί για τους έμφυλους ρόλους που διαμορφώνονται.
Τέλος το σχολείο αποτελεί τον χώρο όπου είναι πολύ πιθανό να γίνει -ήδη από τα πρώτα της στάδια- αντιληπτή η παραβατική συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Η αδιαφορία για τις επιδόσεις στα μαθήματα, η απείθεια απέναντι στους εκπαιδευτικούς, καθώς και φαινόμενα εκφοβισμού εις βάρος άλλων μαθητών αποτελούν σαφείς ενδείξεις πως το παιδί βιώνει κάποια συγκρουσιακή κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Οι εκπαιδευτικοί, επομένως, έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν πολύ νωρίς τις τάσεις διαμόρφωσης παραβατικής συμπεριφοράς ενός παιδιού και, ως εκ τούτου, έχουν την ευθύνη της έγκαιρης παρέμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, βέβαια, τίθενται σε εφαρμογή οι συνήθεις τρόποι συνετισμού του παιδιού μέσω των προβλεπόμενων από το νόμο σχολικών κυρώσεων. Η ορθή εφαρμογή των μέσων αυτών μπορεί να επιφέρει βελτίωση στη συμπεριφορά του παιδιού, αν εκείνο αντιληφθεί πως οι αναποτελεσματικές συμπεριφορές του το καθιστούν επίκεντρο αρνητικής προσοχής.
Πολύ συχνά, ωστόσο, οι συνήθεις αυτές κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ιδίως όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί είναι διαρκή και σοβαρά. Η μη ανταπόκριση του παιδιού, άρα, στα μέσα αυτά οφείλει να θέσει σε επαγρύπνηση τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι θα χρειαστεί να το προσεγγίσουν σε προσωπικό επίπεδο προκειμένου να κατανοήσουν τους λόγους της αρνητικής συμπεριφοράς του. Σε αυτή την περίπτωση, αν το παιδί βιώνει κάποια ανησυχητική κατάσταση στο οικογενειακό του περιβάλλον, οφείλουν να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες υπηρεσίες, για να διαφυλαχτεί η ασφάλεια του παιδιού.
Εν κατακλείδι, η νεανική παραβατικότητα αποτελεί αναμφίβολα ένα φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας, το οποίο θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Το νεαρό της ηλικίας των ανηλίκων, σε σύνδεση με την μη ανεπτυγμένη, ακόμη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, οδηγούν στην αύξηση της παραβατικότητας μεταξύ ατόμων της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας. Έτσι, λοιπόν, είναι απαραίτητη η επέμβαση των θεσμικών οργάνων της κοινωνίας, αλλά και της πολιτείας, η οποία θα πρέπει να καταστήσει το φαινόμενο αυτό μία από τις προτεραιότητές της.
Σταυρούλα Παπαδημητρίου - Φιλόλογος