Γράφει η Έλενα Σαλιγκάρα - Συγγραφέας
Καραντίνα με δυο παιδιά στο σπίτι, δυο μικρά παιδιά που δεν επιτρέπεται ούτε να πάνε στο πάρκο.
Τα κοιτάζεις και αναρωτιέσαι πόση αθωότητα κρύβεται μέσα στα μάτια τους, παλεύεις να σκαρφιστείς μια δικαιολογία, ένα παραμυθάκι για τη δοκιμασία που περνά η κοινωνία. Δεν βρίσκεις τίποτα, ψάχνεις τρόπους να τα απασχολήσεις, να περάσουν δημιουργικά τον χρόνο τους μα εκείνα προτιμούν απλά να κλωτσήσουν μια μπάλα. Κι έπειτα ακούς μια τόσο οικεία φράση «μαμά, κοίτα!», γυρνάς το κεφάλι να θαυμάσεις το τρένο από τουβλάκια που έφτιαξαν κι ας μη μοιάζει με τρένο. Παραδίπλα, μια τηλεόραση τρεμοπαίζει, κρούσματα, νούμερα, θάνατοι, το μάτι σου πέφτει εκεί και το προηγούμενο χαμόγελο σβήνει, ταράζεσαι κι ανησυχείς, έπειτα τα κοιτάζεις πάλι που τώρα προσπαθούν να συναρμολογήσουν ένα παζλ, το τρένο έχει σκορπιστεί σε κομμάτια, σκύβεις να τα μαζέψεις και μέχρι να κοιτάξεις την κατσαρόλα που σιγοβράζει τα βρίσκεις πάλι στα πόδια σου.
Από τη μια χαίρεσαι που είναι τόσο μικρά κι αδυνατούν να καταλάβουν τις αλλαγές που σε τρομάζουν, εύχεσαι όλο αυτό να περάσει γρήγορα, να γίνει ο κόσμος όπως πριν, επιστροφή σε εκείνη την «κανονικότητα» κι ας μην ήταν ιδανική. Ευγνωμονείς που έχεις τέσσερα χεράκια να σε αγκαλιάζουν, άλλοι, σκέφτεσαι, δεν έχουν κανέναν, βυθίζονται στη μοναξιά τους ενώ εσύ έχεις δυο γλυκά μουτράκια να σου χαμογελούν και ξέρεις πως αυτά τα χαμόγελα είναι πάντα αληθινά.
Τα βράδια, μετά από ατέλειωτες προτροπές «να πλύνουμε τα δόντια, να πιούμε γάλα» κλπ, κι αφού κοιμούνται αμέριμνα στα κρεβατάκια τους, τα κοιτάζεις με λατρεία κι αφήνεις ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. Νιώθεις εξαντλημένη και συγχρόνως ευλογημένη που υπάρχουν στη ζωή σου.
Κάνεις σκέψεις για την επόμενη ημέρα, για το φαγητό, τις δουλειές, τις προμήθειες ενώ το μυαλό σου τριβελίζει η ιστορία που πλάθεις, ήρωες και πλοκή ορθώνονται, ζητούν μέρος από τον χρόνο σου, ζητούν να μην τους εγκαταλείψεις. Και τότε τους κάνεις το χατήρι, παλεύεις με τις λέξεις κι ελπίζεις πως μια μέρα θα γίνουν ένα αξιόλογο βιβλίο. Ένα βιβλίο που δεν ξέρεις σε τι κατάσταση θα είναι όταν ολοκληρωθεί, ούτε πώς θα είσαι εσύ που το γράφεις, ούτε η κοινωνία. Προσπαθείς να κρατήσεις υψηλό το ηθικό σου, πεισμώνεις και συνεχίζεις κόντρα στον καιρό. Ίσως επειδή ξέρεις πως, όσα άσχημα κι αν συμβαίνουν, η τέχνη πάντα αποτελεί καταφύγιο, πάντα υπάρχει χώρος για να τη βάλεις στη θέση που της αξίζει. Η ανάγκη για δημιουργία σε κυριεύει, είναι τόσο ισχυρή που προσπερνά την τάση για μεμψιμοιρία, αφήνεσαι κι ελπίζεις σε καλύτερες μέρες.