Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Όγκος αγάπης

Της Κάκιας Τσάτσου
Τη φόρτωνε στην πλάτη της -τζιτζίνα ή καβαλιόρα το έλεγαν αυτό τα παιδιά... δεν ξέρω πόθεν η έκφραση- τα μικρά χεράκια τυλιγμένα γύρω στο λαιμό της να τη σφίγγουν δυνατά, θα 'λεγες πως λίγο παραπάνω και θα την έπνιγαν.

Το πρόσωπό της κοκκίνιζε, οι φλέβες στο λαιμό φούσκωναν και γίνονταν σαν καλοταϊσμένα ροζ φιδάκια.
Το σπίτι έβλεπε τη θάλασσα. Τίποτα δεν υπήρχε ανάμεσα, παρά μόνον ο φαρδύς ασφαλτόδρομος με το ασταμάτητο πήγαιν'-έλα των αυτοκινήτων, κατακαλόκαιρο.
Κάθε πρωί, η μάνα έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και ξεκινούσε. Διέσχιζε την άσφαλτο και μετά περπατούσε 30 μέτρα καυτής άμμου.
Κάθε μέρα, με την ίδια γενναιότητα.
Εκεί, μπροστά στα κύματα, με το νερό να τυλίγεται στους αστραγάλους της, ξεφόρτωνε προσεκτικά το πολύτιμο φορτίο της: περνούσε τα χοντρά της δάχτυλα κάτω από τα δαχτυλάκια της κόρης της, ξεσκάλωνε τα γαντζωμένα χέρια από το λαιμό της,
λύγιζε -όσο έπαιρνε- το βαρύ παχουλό της κορμί προς τα πίσω και κρατώντας πάντα τα μικρά άρρωστα χεράκια, τα κατέβαζε με προσοχή, αργά-αργά, από τις ωμοπλάτες τα έφερνε στα πλευρά της, μετά στη μέση της και, χοπ, η μικρή βρισκόταν καθιστή στα βότσαλα.
Το κεφαλάκι γερμένο μπροστά, τα αδύναμα ποδαράκια σε άβολη, περίεργη θέση... Περίμενε.
Τώρα, θα της έδενε τα μαλλιά της ψηλά-ψηλά στο κεφάλι, με μια λαστιχωτή τυρκουάζ κορδέλα.
Το χρώμα της θάλασσας, πρασινογάλαζο
κι όσο το βλέμμα μάκραινε, γινόταν όλο και πιο βαθύ γαλάζιο, μέχρι που, εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, η γραμμή γινόταν μπλε.
Απολύτως μπλε.
Έβαζε τη μικρή στη θάλασσα. Στο νερό δεν χρειαζόταν ούτε χέρια να την κρατάνε, ούτε αγκαλιά να τη σηκώνει, ούτε σιδερένια παπουτσάκια, σιδερένιες περπατητούρες.
Στο νερό μέσα, εκεί που όλοι κολυμπούσαν, εκείνη, η μικρή της κόρη, περπατούσε! Χαιρόταν. Χαιρόταν ελεύθερη από όλα όσα τη στήριζαν. Σαν να ήταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας της, κουνούσε χέρια και πόδια, κοροϊδεύοντας τη φύση, τη φύση την ξεδιάντροπη.
Τώρα ήταν η ώρα της να ξεκουραστεί.
Να καθίσει λίγο χωρίς το φορτίο στην πλάτη της.
Ήταν Αύγουστος του '95...
Μπλε. Ανοιχτό μπλε το χρώμα των ματιών της μάνας.
Το πρόσωπο, ροζ. Έντονα ροζ- ο ήλιος δεν το είχε πειράξει.
Τα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα, σγουρά, κοντοκομμένα -έτσι που να μη χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα.
Το κεφάλι στηριζόταν σ' έναν πολύ δυνατό λαιμό. Δεν ξέρουμε αν ήταν πάντα έτσι ή αν έγινε με τα χρόνια -εξάρτημα στα χέρια της μικρής. Κι έπειτα, ήταν το κορμί... Δεν ήταν αυτό που λέμε "παχιά" ούτε "χοντρή". Και δεν θα την έλεγες και "βαριά". Γιατί δεν ήταν βαριά -ήταν ανάλαφρη... Αλλά το κορμί ήταν κορμί παλαιστή.
Οι πλάτες, τα μπράτσα, οι γάμπες...
όλα, ήταν σαν ενός καλογυμνασμένου παλαιστή.
Έτσι έπρεπε. Έτσι γινόταν και τη σήκωνε αγκαλιά.
Την κουβαλούσε όπως κουβαλούσε τη σάρκα της.
Ένας όγκος αγάπης.
Η μάνα και η κόρη.
Με διαφορετική ιστορία η καθεμιά, αλλά με κοινή πορεία.
Κάθε κύμα έμοιαζε, νυχθημερόν, να είναι μια χούφτα αγανάκτησης για τη φύση...
Τη φύση την ξεδιάντροπη.

*Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν τι να γράψω ή ποιος θα γράψει ένα άρθρο για την “Γιορτή της Μητέρας”. Και ξαφνικά βλέπω αυτό το κείμενο που ανήρτησε η Κάκια Τσάτσου, στο προφίλ της, στο facebook. Έχοντας την μόνιμη άδεια της να αναδημοσιεύω όποιο κείμενο της θέλω στο must, δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Γιατί την ιστορία που περιγράφει με τον δικό της μοναδικό τρόπο γραφής η Κάκια, χωρίς δόση υπερβολής, την θεωρώ “ωδή στη MANA”.
Φ.Β.